- καναπές
- ο диван; канапе; кушетка; тахта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καναπές — (canape). Μεγάλο κάθισμα που συνήθως διαθέτει πλάτη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν περισσότερα του ενός άτομα. Το ελληνικό του αντίστοιχο είναι ο σοφάς. Η λέξη προέρχεται από τη γαλλική canape, που με τη σειρά της προέρχεται από τον όρο canopeum… … Dictionary of Greek
καναπές — ο (λ. γαλλ.), μακρό ανάκλιντρο για να κάθονται περισσότερα από ένα άτομα: Ελάτε να καθίσετε στον καναπέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκλιντρο — Κάθισμα ειδικής κατασκευής που χρησιμοποιείται για κατάκλιση. Τα α. έχουν ποικιλία σχημάτων και υλικών. Στην αρχαιότητα τα α. είχαν προσκέφαλο για να κρατιέται το κεφάλι ψηλά και ήταν απαραίτητα καθίσματα στα συμπόσια. Μετά την Αναγέννηση,… … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
καναπεδάκι — το 1. μικρός καναπές 2. συν. στον πληθ. τα καναπεδάκια είδος ορεκτικού με βάση μικρό ψωμάκι … Dictionary of Greek
σοφάς — ο, Ν 1. χαμηλός καναπές ή κρεβάτι με παχύ στρώμα 2. μικρή ξύλινη εξέδρα στο εσωτερικό οικίας, που χρησιμεύει για κατάκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sofa < αραβ. suffah «μακρύς πάγκος»] … Dictionary of Greek
Άνταμ, Ρόμπερτ και Τζέιμς — (Robert & James Adam). Σκοτσέζοι αρχιτέκτονες, οι γνωστότεροι από τους τέσσερις γιους του επίσης αρχιτέκτονα Γουίλιαμ Ά. Ο Ρόμπερτ Ά. (Κέρκαλντι 1728 – Λονδίνο 1792), θεωρητικός της αρχιτεκτονικής, μελετητής των αρχαίων μνημείων και δημιουργός… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό και Ναυτικό Ιθάκης — Το Λαογραφικό και Ναυτικό Μουσείο της Ιθάκης ανήκει στο δήμο και λειτουργεί από το 1996 στο ανακατασκευασμένο κτίριο του παλαιού ηλεκτρικού σταθμού. Στην αίθουσα του ισογείου, δεξιά, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε μια πολύ πλούσια συλλογή από… … Dictionary of Greek
Μπιντερμάιερ — (Biedermeier). Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει έναν γερμανικό ρυθμό επίπλωσης. Αναπτύχθηκε μεταξύ 1815 και 1848 και πήρε την ονομασία του από ένα φανταστικό πρόσωπο το οποίο δύο συγγραφείς (ο Άντολφ Κουσμάουλ και ο Λούντβιχ Άιχροντ) ταύτισαν με… … Dictionary of Greek
canapea — CANAPEÁ, canapele, s.f. Mobilă (cu spătar şi cu braţe, uneori capitonată) pe care se şade şi pe care se poate dormi. – Din ngr. kanapés. cf. fr. c a n a p é, germ. K a n a p e e. Trimis de valeriu, 11.02.2003. Sursa: DEX 98 canapeá s. f., art.… … Dicționar Român
έδρανο — το 1. κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα, καναπές, πάγκος, παγκάκι. 2. (μηχανολ.), σιδερένιο σταθερό στήριγμα, που υποβαστάζει άξονα μηχανής που περιστρέφεται, το κουζινέτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)